- παρατατικως
- παρατατικῶςπαρα-τᾰτικῶςв течение длительного времени, долго, грам. в форме имперфекта Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρατατικῶς — παρατατικός extending adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικώς — παρατατικός extending masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικός — ή, ό / παρατατικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρατείνω] 1. αυτός που παρατείνει, που επιφέρει παράταση ή αυτός που παρατείνεται, που συνεχίζεται 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρατατικός γραμμ. παράγωγος από το θέμα τού ενεστώτα χρόνος τού ρήματος, ο οποίος ως προς… … Dictionary of Greek